Τα όπλα της Ελλάδας στην Επανάσταση του 1821

Τα 2009 κυκλοφόρησε ένα καταπληκτικό λεύκωμα από τις εκδόσεις Polaris, «Τα όπλα της Ελλάδας και των Βαλκανικών γειτόνων της κατά την οθωμανική περίοδο» του Robert Elgood, από όπου προέρχονται κείμενα και φωτογραφίες. 
Έλληνες, Σλάβοι, Βλάχοι και Αλβανοί τεχνίτες ήταν διασκορπισμένοι στα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλβανοί οπλουργοί και Έλληνες αργυροχόοι εργάζονταν σε μουσουλμανικές και χριστιανικές περιοχές• Ούγγροι οπλουργοί απασχολούνταν στο Ελβασάν και πολλοί Ευρωπαίοι στην Κωνσταντινούπολη και τη Βόρεια Αφρική. Η μετακίνηση των όπλων, συχνά μακριά από τις περιοχές κατασκευής τους, εξασφαλιζόταν μέσω εμπόρων, μισθοφόρων, κληρωτών, ναυτικών και ληστών. Τα βαλκανικά και τουρκικά όπλα μεταφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες ή εξάγονταν στην αυτοκρατορία, και μεγάλες ποσότητες βρέθηκαν στα χέρια των Ελλήνων πολεμιστών, κλεφτών και αρματολών, που τα χρησιμοποίησαν στον αγώνα για την ελευθερία. Πολλά από αυτά έχουν λανθασμένα θεωρηθεί ελληνικά από Έλληνες συλλέκτες, αλλά οι μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων που κατασκεύαζαν όπλα ήταν πολύ βορειότερα. 


Τα βαλκανικά όπλα, όπως και οι βαλκανικές πόλεις, φέρουν διαφορετικά ονόματα στις διάφορες γλώσσες. Το ίδιο όπλο ήταν γνωστό με αρκετά διαφορετικά ονόματα. Βέβαια, αυτά τα ονόματα δεν χρησιμοποιούνται πάντοτε με ακρίβεια και δεν είναι πάντοτε σαφές πότε επικαλύπτονται. Το αλβανικό όπλο σε σχήμα «Τ», γνωστό ως arnautka, κατασκευαζόταν ορισμένες φορές στην Brescia, ενώ μεγάλες ποσότητες σίγουρα κατασκευάζονταν στο Σεράγεβο και στα κεντρικά Βαλκάνια. Στη βόρεια Βαλκανική πιθανώς το αποκαλούσαν tancica ή karanfilka, ενώ οι Έλληνες ίσως το ονόμαζαν λαζαρίνα ή καριοφίλι. Γνωστά όπλα πιθανώς να αποκαλούνται με άγνωστα ονόματα ή να αποδίδονται σε έναν λαό και όχι σε μια γεωγραφική περιοχή.


Στα Βαλκάνια μόνον οι Έλληνες διεκδικούσαν πάντοτε με υπερηφάνεια την ευρωπαϊκότητά τους. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη ότι τον 19ο αιώνα απέκτησαν πολλά όπλα τους από το εξωτερικό, όπως ακριβώς αναζήτησαν και τους βασιλείς τους στις ίδιες χώρες. Πέραν από την απόκτηση όπλων μέσω εμπορίου, λαθρεμπορίου ή δωρεών, μεγάλος αριθμός ήρθε στην κατοχή των εξεγερμένων ως λεία από τον εχθρό, κάτι που ήταν ο παραδοσιακός τρόπος με τον οποίο εξοπλιζόταν ένας επαναστατημένος λαός. Ένας ηττημένος στρατός συνήθιζε να παρατά τα όπλα του στο πεδίο της μάχης, και στα Βαλκάνια τα όπλα άλλαζαν συχνά χέρια. Κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων στα Βαλκάνια η οπισθοχώρηση δεν θεωρούνταν ντροπή, καθώς πολλοί στρατιώτες ήταν μισθοφόροι. Συνήθως οι οθωμανικοί στρατοί υπερτερούσαν κατά πολύ των εχθρών τους και όσους συνελάμβαναν τους ανασκολόπιζαν ή τους έγδερναν ζωντανούς. Για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (1788/9-1825), που λέγεται ότι μπορούσε να πηδήξει πάνω από επτά όρθια άλογα στη σειρά, αναφέρουν επίσης πως, όταν ηττήθηκε από τους Τούρκους, έτρεξε απόσταση 44 χιλιομέτρων στα βουνά δίχως να πάρει ανάσα!


Ο μηχανισμός αλλαγής χεριών στα όπλα γίνεται εμφανής στην περίπτωση του τουρκικού στρατού του Μαχμούτ Δράμαλη, ο οποίος, το 1822, κατέλαβε και λεηλάτησε το καλά εξοπλισμένο οχυρό του Αλή πασά στα Ιωάννινα, αλλά έχασε τα πολυτελή χρυσά και ασημένια όπλα όταν ηττήθηκε από τους Έλληνες στα Δερβενάκια. Στη συνέχεια, οι Έλληνες έχασαν αρκετό από αυτό το υλικό όταν ηττήθηκαν από τον αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ πασά στο Κρεμμύδι, τη Σφακτηρία και το Ναβαρίνο, την άνοιξη του 1825. Ένας στρατός που εισβάλλει μπορεί να μεταφέρει λίγα λάφυρα και η ανάγκη για μετρητά οδηγούσε τα αντικείμενα αυτά στα παζάρια της Πελοποννήσου, γυρνώντας τα έτσι σε ελληνικά χέρια.


Τα όπλα αυτά ήταν ιδιαίτερα αγαπητά και επισημαίνονταν με διακριτικά των ιδιοκτητών τους, συνήθως μέσω της προσθήκης περίτεχνης αργυρής διακόσμησης. Σε αυτή την παραδοσιακή τέχνη οι Έλληνες τεχνίτες διέπρεπαν σε όλα τα Βαλκάνια. Στην Αλβανία και την Ελλάδα οι σπάθες και τα όπλα θεωρούνταν ότι είχαν θηλυκή υπόσταση και τους έδιναν γυναικεία ονόματα. Το διάσημο ασημένιο σπαθί του Οδυσσέα Ανδρούτσου λεγόταν «Ασήμω». Ο Θεόδωρος Γρίβας ονόμαζε το όπλο του «Θοδωρούλα», το υποκοριστικό της θηλυκής εκδοχής του ονόματός του. Η Θοδωρούλα… μεγάλωσε πλέον και κατοικεί σοβαρή στο Μουσείο Αβέρωφ στο Μέτσοβο, έχοντας διατηρήσει όλη της την ομορφιά. Πριν από την έναρξη της μάχης οι ιδιοκτήτες έδιναν υποσχέσεις στα όπλα τους, εάν τους προστάτευαν: Περήφανο όπλο μου, παινεμένο μου σπαθί, πόσες φορές μου έσωσες τη ζωή, βοήθα με και τώρα και θα σε σκεπάσω με χρυσό και θα σε σκεπάσω με ασήμι…


Ακόμη, γινόταν κουβέντα για να «ταΐσουν» τα όπλα με επιπλέον αργυρή διακόσμηση. Αυτές οι συνήθειες σχετίζονται με το ότι οι χαϊντούκοι και οι κλέφτες, οι συμμορίες ληστών στα Βαλκάνια, ζούσαν στα βουνά δίχως γυναίκες και τα τραγούδια τους μιλούσαν για άνδρες που είχαν τα σπαθιά τους για αδελφές και τα όπλα τους για γυναίκες. Για παράδειγμα, το τραγούδι «Πώς ο Miyat έγινε παράνομος»: «Οι πιστόλες [αρσ. puske] ήταν οι αδελφοί και οι αδελφές τους, τα όπλα οι μανάδες και οι πατεράδες τους…». Ο Βασιλάτος παραθέτει ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι: «Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα και το μικρό το όπλο μου το σφίγγω σαν γυναίκα». Τα δημοτικά τραγούδια των κλεφτών καταδικάζουν την ανάρμοστη συμπεριφορά προς τις γυναίκες αιχμαλώτους, και υπήρχε η διαδεδομένη πεποίθηση ότι όποιον παρέβαινε αυτό τον κανόνα θα τον έπιαναν οι Τούρκοι και θα τον βασάνιζαν μέχρι θανάτου.


Η κατοχή καλών και διακοσμημένων όπλων ήταν μια συνεχής ενασχόληση, που γέμιζε περηφάνια τον ιδιοκτήτη. Όπως οι σταυροφόροι, οι χριστιανοί μαχητές θεωρούσαν τον αγώνα τους ιερό και έβαζαν τον ιερέα να ευλογεί τα όπλα τους.

Σχετικά